- κιτρινάδα
- ητο χρώμα του κίτρινου: Δεν μπορεί να του φύγει αυτή η κιτρινάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιτρινάδα — η (Μ κιτρινάδα) [κίτρινος] ίκτερος, χρυσή νεοελλ. 1. το χρώμα τού κίτρου 2. η ωχρότητα … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
κιτρινόχροια — η κίτρινη απόχρωση, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιτρινόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χλομάδα — και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν η ιδιότητα τού χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] … Dictionary of Greek
χλωρότητα — η / χλωρότης, ητος, ΝΜΑ [χλωρός] η ιδιότητα τού χλωρού αρχ. 1. ωχρότητα, κιτρινάδα 2. φρεσκάδα 3. το ωχρό χρώμα που παίρνει ο χρυσός όταν αναμιγνύεται με άργυρο … Dictionary of Greek
ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek
ώχρωμα — ώματος, τὸ, Α ωχρότητα, κιτρινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. ωμα* (μέσω αμάρτυρου ρ. σε όω)] … Dictionary of Greek
κιτρίνιασμα — κιτρίνιασμα, το και κιτρίνισμα, το, ατος απόχτηση κίτρινου χρώματος, κιτρινάδα: Το κιτρίνιασμα των ρούχων από φρούτα δε βγαίνει εύκολα στην πλύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλομάδα — η ωχρότητα, κιτρινάδα, η κατάσταση του χλομού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλώρωση — η 1. αναιμία, κατά την οποία το πρόσωπο παίρνει μια πρασινωπή κιτρινάδα. 2. ασθένεια ορισμένων φυτών, κατά την οποία κιτρινίζουν τα φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)